ἀργοποιός

ἀργοποιός
ἀργο-ποιός, όν,
A making idle, Plu.Num.22.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αργοποιός — ἀργοποιός, όν (Α) αυτός που κάνει κάποιον να γίνει νωθρός …   Dictionary of Greek

  • ἀργοποιόν — ἀργοποιός making idle masc/fem acc sg ἀργοποιός making idle neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αργός — I Πόλη (υψόμ. 40 μ., 24.239 κάτ.), του νομού Αργολίδος, έδρα του ομώνυμου δήμου. Χτισμένο στη θέση της αρχαίας πόλης, διατήρησε το ίδιο όνομα από πανάρχαια χρόνια. Σήμερα είναι ανεπτυγμένο εμπορικό και βιομηχανικό κέντρο με ωραία ρυμοτομία.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”